- κεφαλόκλινο
- τοτο μέρος τού κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το κεφάλι, το κεφαλάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -κλινον (< κλίνη «κρεβάτι»), πρβλ. περί-κλινον, τρί-κλινον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek